πάστρα

πάστρα
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) στην πρώην επαρχία Κραναίας του νομού Κεφαλληνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.).
* * *
η
1. τέλεια καθαριότητα
2. διαύγεια, διαφάνεια («η θάλασσα... ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα», Σολωμ.)
3. είδος χαρτοπαιγνίου, η ξερή
4. φρ. «τά κάνω πάστρα» — εξαφανίζω τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σπάστρα, υποχωρητικά από το ρ. σπαστρεύω* / σπαρτεύω (< σπάρτον «θαμνώδες φυτό»), βλ. λ. παστρεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πάστρα — η 1. καθαριότητα: Κάνει πολύ καλή πάστρα. 2. εξαφάνιση, σπατάλη: Ολόκληρη περιουσία την έκανε πάστρα και έμεινε πάμφτωχος. 3. είδος χαρτοπαιγνίου, αλλιώς ξερή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Pastra — Πάστρα …   Deutsch Wikipedia

  • Pastra — (Greek: Πάστρα) is a community located in the southeastern part of the island of Kefalonia. It is the seat of the municipality of Eleios Pronnoi. The neighboring villages are Agrinia to the north, and Kremmydi to the south. Distance is about 32… …   Wikipedia

  • Pastra (mountain) — Pastra (1025 m) (Greek Πάστρα) is a mountain located on the NNW end Attica on the border with the perfecture of Voioteia. It is part of the Kithaironas mountain range. Its highest peak is Kourteza (Κούρτεζα) or Tsouka (Τσούκα). Its morphology is… …   Wikipedia

  • Kefalonia (Gemeinde) — Gemeinde Kefalonia Δήμος Κεφαλονιάς …   Deutsch Wikipedia

  • αλερωσιά — η [αλέρωτος] 1. καθαριότητα, πάστρα 2. ηθική αγνότητα, το άσπιλο …   Dictionary of Greek

  • καθαριότητα — η (AM καθαριότης, Α και καθαρειότης) [καθάριος] 1. η ιδιότητα τού καθάριου, η πάστρα 2. παροιμ. «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» για να δηλωθεί πόσο σημαντικό είναι το να είναι κάποιος καθαρός αρχ. 1. διαύγεια («καθαρειότης του ἀέρος», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • λάτρα — η 1. φροντίδα, περιποίηση, υπηρεσία 2. καθαριότητα, καθάρισμα, συγύρισμα, μέριμνα για τις δουλειές τού σπιτιού («νερό για λάτρα» νερό μη πόσιμο, κατάλληλο μόνο για πλύση, καθαριότητα και κάθε άλλη χρήση στο σπίτι). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού… …   Dictionary of Greek

  • παστρικάδα — η [παστρικός] πάστρα …   Dictionary of Greek

  • σπάστρα — και σπάρτα, ἡ, Μ καθαριότητα, πάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. σπαστρεύω / σπαρτεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”