πάστρα — η 1. καθαριότητα: Κάνει πολύ καλή πάστρα. 2. εξαφάνιση, σπατάλη: Ολόκληρη περιουσία την έκανε πάστρα και έμεινε πάμφτωχος. 3. είδος χαρτοπαιγνίου, αλλιώς ξερή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Pastra — Πάστρα … Deutsch Wikipedia
Pastra — (Greek: Πάστρα) is a community located in the southeastern part of the island of Kefalonia. It is the seat of the municipality of Eleios Pronnoi. The neighboring villages are Agrinia to the north, and Kremmydi to the south. Distance is about 32… … Wikipedia
Pastra (mountain) — Pastra (1025 m) (Greek Πάστρα) is a mountain located on the NNW end Attica on the border with the perfecture of Voioteia. It is part of the Kithaironas mountain range. Its highest peak is Kourteza (Κούρτεζα) or Tsouka (Τσούκα). Its morphology is… … Wikipedia
Kefalonia (Gemeinde) — Gemeinde Kefalonia Δήμος Κεφαλονιάς … Deutsch Wikipedia
αλερωσιά — η [αλέρωτος] 1. καθαριότητα, πάστρα 2. ηθική αγνότητα, το άσπιλο … Dictionary of Greek
καθαριότητα — η (AM καθαριότης, Α και καθαρειότης) [καθάριος] 1. η ιδιότητα τού καθάριου, η πάστρα 2. παροιμ. «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» για να δηλωθεί πόσο σημαντικό είναι το να είναι κάποιος καθαρός αρχ. 1. διαύγεια («καθαρειότης του ἀέρος», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
λάτρα — η 1. φροντίδα, περιποίηση, υπηρεσία 2. καθαριότητα, καθάρισμα, συγύρισμα, μέριμνα για τις δουλειές τού σπιτιού («νερό για λάτρα» νερό μη πόσιμο, κατάλληλο μόνο για πλύση, καθαριότητα και κάθε άλλη χρήση στο σπίτι). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού… … Dictionary of Greek
παστρικάδα — η [παστρικός] πάστρα … Dictionary of Greek
σπάστρα — και σπάρτα, ἡ, Μ καθαριότητα, πάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. σπαστρεύω / σπαρτεύω] … Dictionary of Greek